Ρενό, Μορίς

Ρενό, Μορίς
(Renaud, 1834 – 1881). Γάλλος γιατρός, στον οποίο οφείλει την ονομασία της η ομώνυμη παθολογική, κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παροξυσμικές κρίσεις κυάνωσης των δαχτύλων, οι οποίες επαναλαμβανόμενες στον χρόνο οδηγούν σε δυστροφικές βλάβες και ενδεχομένως σε φαινόμενα γάγγραινας των άκρων. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, που συνήθως αρχίζει ύστερα από ψύξη ή συγκίνηση, τα δάχτυλα είναι κρύα και αρχικά γίνονται ωχρά και έπειτα μελανά, εξαιτίας λίμνασης της αιματικής κυκλοφορίας· αν η κρίση παραταθεί, μπορεί να προστεθούν έντονοι πόνοι. Η νόσος πλήττει κυρίως το γυναικείο φύλο, εμφανίζεται μερικές φορές χωρίς φανερή αιτία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να οφείλεται σε βλάβες του νευρικού συστήματος της περιοχής ή μπορεί να αποτελεί μέρος γενικών νοσημάτων· σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, προτιμάται η ονομασία σύνδρομο του Ρενό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”